- Βερζεβούλης
- ο см. Βελζεβούλ(ης)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βερζεβούλης — ο βλ. βελζεβούλης … Dictionary of Greek
βελζεβούλης — ο και βερζεβούλης και βερζεβούλιας (AM Βεελζεβούλ) ο Σατανάς, ο άρχοντας των διαβόλων νεοελλ. 1. ζωηρό, απείθαρχο παιδί 2. πονηρός, πανούργος άνθρωπος … Dictionary of Greek
ζερζεβούλης — ο ο σατανάς, ο άρχοντας τών διαβόλων νεοελλ. 1. ζωηρό, απείθαρχο άτομο 2. πανούργος, πονηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βερζεβούλης (με αφομοίωση τού β σε ζ ) < Βεελζεβούλ «αρχηγός τών διαβόλων»] … Dictionary of Greek